-
1 saldırı
επίθεση, έφοδος, εφόρμηση -
2 taarruz
επίθεση -
3 tasallut
επίθεση, σεξουαλική παρενόχληση -
4 napadení
επίθεση -
5 přepadení
επίθεση -
6 výpad
επίθεση -
7 zteč
επίθεση -
8 napaść
επίθεση -
9 natarcie
επίθεση -
10 ofensywa
επίθεση -
11 zaczepka
επίθεση -
12 атака
-и θ.επίθεση (από κοντά)•фронтальная атака η κατά μέτωπο επίθεση•
фланговая атака πλευρική επίθεση•
отбить -у αποκρούω επίθεση•
внезапная атака αιφνιδιαστική επίθεση•
с тыла επίθεση από τα νώτα•
штыковая атака επίθεση με εφ’ όπλου λόγχη•
танковая атака επίθεση με τάνκς•
кавалерийская атака επίθεση ιππικού•
броситься (идти) в –у επιτίθεμαι, ρίχνομαι στην επίθεση•
отразить -у αποκρούω επίθεση.
-
13 нападение
нападение с η επίθεση (тж. спорт.)' совершить \нападение κάνω επίθεση· отразить \нападение αποκρούω επίθεση* * *сη επίθεση (тж. спорт.)соверши́ть нападе́ние — κάνω επίθεση
отрази́ть нападе́ние — αποκρούω επίθεση
-
14 атака
атак||аж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση. -
15 нападение
напад||ениес1. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή, ἡ Εφοδος:вооруженное \нападениеение ἡ Ενοπλη ἐπίθεση· \нападениеение с тыла ἡ προσβολή ἐκ τῶν νώτων открытый для \нападениеения εὐπρόσβλητος· совершать \нападениеение κάμνω ἐπίθεση· отражать \нападениеение ἀποκρούω ἐπίθεση·2. спорт. ἡ ἐπίθεση. -
16 наступление
I наступление I с (приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομός· с \наступлением темноты με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο II наступление II с воен., спорт, η επίθεση' перейти в \наступление αρχίζω επίθεση* * *I с( приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομόςII с воен. спортс наступле́нием темноты́ — με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο
η επίθεσηперейти́ в наступле́ние — αρχίζω επίθεση
-
17 нападение
-я ουδ.1. επίθεση•внезапное -αιφνιδιαστική επίθεση•
вооружнное нападение ένοπλη επίθεση•
отразить нападение αποκρούω επίθεση.
2. οι κυνηγοί (στο ποδόσφαιρο κ. άλλα παιγνίδια). -
18 наступление
-я ουδ.επίθεση• έφοδος• προέλαση•вести наступление по всему фронту κάνω επίθεση σε όλο το μέτωπο•
прейти в наступление περνώ στην επίθεση•
наступление врага остановленно η επίθεση του εχθρού αναχαιτίστηκε.
|| μτφ. δραστήριες ενέργειες. || έκσταση.-я ουδ.αρχή άρχισμα, έναρξη• το έμπα•наступление весны αρχή της Άνοιξης•
старости άρχισμα των γηρατειών•
с -ем ночи με το πέσιμο της νΰχτας (του σκοταδιού)•
с -ем дня με το φέζιμο της μέρας.
-
19 наступление
наступление Iс ἡ ἐπίθεση [-ις]:перейти́ в \наступление περνῶ σ'έπίθεση· вести́ \наступление ἐνεργῶ ἐπίθεση.наступление IIс (времени, событий) ὁ ἐρχομός, ἡ ἀρχή:с \наступлением ночи οταν βραδιάσει, μέ τό σούρουπο· с \наступлением зимы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα. -
20 удар
-а α.1. χτύπημα•нанести удар καταφέρω χτύπημα•
удар молотком χτύπημα με το σφυρί•
отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•
одним -ом με ένα χτύπημα.
|| χτύπος• κρότος•-ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•
подземные -ы υπόγειοι κρότοι.
2. μτφ. πλήγμα• δεινό•-ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•
перенести удар υπομένω το πλήγμα.
3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•
фяанговый удар πλευρική επίθεση•
решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.
4. αποπληξία•он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.
εκφρ.под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•ставить под – βάζω σε κίνδυνο.
См. также в других словарях:
επίθεση — η 1. τονα βάζει κανείς κάτι πάνω σε άλλο πράγμα. 2. εχθρική εφόρμηση εναντίον κάποιου, προσβολή. 3. μτφ., προσπάθεια για ερωτική κατάκτηση γυναίκας: Ο προϊστάμενός της της έκανε επίθεση. 4. μτφ., καταπολέμηση με λόγο: Η κυβέρνηση δέχτηκε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek